J.D.Salinger, Ο φύλακας στη σίκαλη


Βιβλίο - σταθμός για την αγγλοσαξονική λογοτεχνία του 20ου αι. Γραμμένο το 1951,  θεωρήθηκε προδρομικό της νεορεαλιστικής γραφής. Ο εσωτερικός μονόλογος ενός εφήβου που το σκάει από το σχολείο του παραμονές Χριστουγέννων και περιπλανιέται τρεις μέρες στη Ν.Υόρκη.
Η ψυχολογία του εφήβου στη γυμνή αλήθεια της: άρνηση των πάντων, χωρίς ουσιαστική αντίδραση. Περιορισμένο λεξιλόγιο, με ατάκες ψευτομαγκιάς ενός αντιήρωα αδύναμου να προσαρμοστεί. Με παθολογική αγάπη στη μικρή του αδελφή, από μια ανάγκη να παραμείνει στην παιδική ηλικία, από την οποία προκύπτει μια παιδική ανατρεπτική ματιά. Να φύγει και όλο μένει. Να αρνηθεί, μα σταδιακά υποχωρεί.
 Το μυθιστόρημα έκανε πάταγο, ακόμα και στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, που δεν το είδε ως "αμερικανιά". Η αλήθεια του είναι αφοπλιστική.  Ίσως συνέβαλε και η ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία του αποχωρητή συγγραφέα του. Εξαιρετική θεωρήθηκε η μετάφραση στα ελληνικά (εκδ. Επίκουρος 1978) από την Τζ.Μαστοράκη, η οποία μάλιστα προτίθεται να το ξαναμεταφράσει υπό την νέα οπτική των σύγχρονων καιρών.
Πάνω του σίγουρα πάτησε ο D.B.C Pierre με το Βέρνον, ο μικρός θεός, που διαβάσαμε στην αναγνωστική λέσχη, με πολλές όμως και μεγάλες διαφορές, κυριότερη των οποίων η ματιά ενός υπερώριμου παιδιού - εφήβου στο πιο πρόσφατο.
Παραθέτω  χαρακτηριστικά αποσπάσματα: 

"Όταν πια ήμουν έτοιμος να φύγω κι είχα μαζέψει τα μπαγκάζια μου και τα ρέστα, στάθηκα λιγάκι στο κεφαλόσκαλο και κοίταξα για τελευταία φορά πίσω στον κωλοδιάδρομο. Έκλαιγα κιόλας λιγάκι. Ούτε ξέρω γιατί. Φόρεσα και το κόκκινο κυνηγετικό καπέλο μου και γύρισα το γείσο προς τα πάνω, όπως μ' άρεσε, κι έπειτα έβαλα μια αγριοφωνάρα ως εκεί που έπαιρνε, "Όνειρα γλυκά, μάπες!" Πάω στοίχημα πως δεν άφησα κωλόπαιδο για κωλόπαιδο που να μην το ξυπνήσω σ'ολόκληρο τον όροφο. Έπειτα πήρα τα μάτια μου κι έφυγα. Κάποιος κόπανος είχε ρίξει τσόφλια από φιστίκια στα σκαλιά, και κόντεψα να σπάσω το στραβοκέφαλό μου." (σ.65)

" Ο οδηγός ήτανε λιγάκι ο τύπος του εξυπνάκια. "Δε γίνεται να γυρίσω δωπέρα, Μάκ. Είναι μονόδρομος...
Δεν ήθελα να στήσω καβγά. "Καλά" του λέω. Έπειτα άξαφνα κάτι σκέφτηκα. "Δε μου λες" του λέω. "Ξέρεις εκείνες τις πάπιες στο Σέντραλ Παρκ, στα νότια; Εκεί που είναι η λιμνούλα; Μήπως τυχαίνει να ξέρεις πού πανε οι πάπιες, άμα παγώσει όλη αποπάνω; Μήπως τυχαίνει να ξέρεις;" Κατάλαβα πως είχα μόνο μια πιθανότητα στο εκατομμύριο.
Γύρισε και με κοίταξε λες κι ήμουνα τρελός. "Δε μου λε' ρε φίλε, πλάκα μου κάνεις;" μου λέει." (σ.74)  

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

ΣΙΡΙΣ - SIRIS Copyright © 2008 Black Brown Art Template by Ipiet's Blogger Template