ΣΑΛΜΑΝ ΡΟΥΣΝΤΙ, ΠΑΡΑΦΟΡΑ



Σαλμάν Ρουσντί, Παραφορά, εκδόσεις Ψυγογιός, Αθήνα 2005,

(μετάφραση Γιώργος –Ίκαρος Μπαμπασάκης)

(Διαβάστηκε από τη Λέσχη Ανάγνωσης της Δ.Κ.Βιβλιοθήκης Σερρών, τον Απρίλιο του 2012)

   Αν αυτό το βιβλίο γράφτηκε πριν την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου, που μάλλον έτσι είναι (Λονδίνο 2001, εκδόσεις Jonathan Cape), πρόκειται για άλλη μια περίτρανη απόδειξη της αξεπέραστης ευαισθησίας (με την έννοια της ιδιότητας του πρωτεύοντος θηλαστικού να εντοπίζει τον κίνδυνο) των ανθρώπων της τέχνης, και δή των λογοτεχνών, να προσδιορίζουν με απόλυτη ακρίβεια όλες τις συνιστώσες που γεννούν το ιστορικό γεγονός. Και αναφέρομαι στην ιστορική αλληλουχία των πολιτισμών της οποίας την έναρξη μορφοποιεί η ενδεκάτη Σεπτεμβρίου, και η οποία προκύπτει από την κηδεία της ψυχής του αμερικάνικου ονείρου. Στην κηδεία αυτή ο Ρουσντί αφιερώνει αυτό το βιβλίο.

   Η ματιά του λογοτέχνη, που καθώς είναι φορέας από καταγωγή ενός  διαφορετικού πολιτισμού, του αποικιοκρατούμενου ινδικού, μπορεί να κοιτά με πλήρη αντικειμενικότητα το γυμνό σώμα της δυτικής παρακμής, είναι αιχμηρά, ειρωνικά αλλά και μεστά κριτική. Γι αυτό και το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται σάτιρα κοινωνική, μαύρη κωμωδία. Διαφοροποιείται έτσι ξεκάθαρα  από τη γνωστή γραφίδα του Ρουσντί, αυτή του μαγικού ρεαλισμού.

   Ο ήρωας Σολάνκα, συνταξιούχος καθηγητής πανεπιστημίου, φιλόσοφος – κουκλοποιός, τηλεοπτικός σταρ, στο δρόμο προς την “ασημένια” ηλικία, εγκαταλείπει οικογένεια και σταδιοδρομία και πηγαίνει στις “Αλλοιωμένες Πολιτείες της Αμερικής,στην καρδιά της Ν.Υόρκης για να γλυτώσει από την ανεξήγητη, επικίνδυνη οργή μέσα του και για να ξαναορίσει τον εαυτό του, χαμένος μέσα στο σώμα της μεγαλούπολης. (σ. 106: Είχε έρθει στην Αμερική όπως τόσοι άλλοι πριν απ’ αυτόν, για να λάβει την ευλογία της νήσου Έλις, για ν’ αρχίσει πάλι απ’ την αρχή. Δώσε μου ένα όνομα, Αμερική, κάνε με Μπαζ ή Τσιπ ή Σπάικ. Λούσε με στην αμνησία και ντύσε με μες την πανίσχυρή σου άγνοια. Καταχώρισέ με στον κατάλογό σου και δώσε μου τα ποντικίσια μου αυτιά! Είθε να είμαι όχι πια ένας ιστορικός αλλά ένας άνθρωπος χωρίς ιστορίες. Θα κόψω την ψεύτρα μητρική μου γλώσσα απ’ το λαρύγγι μου και θα μιλάω τα σπαστά σου αγγλικά. Σάρωσέ με, ψηφιοποίησέ με, κάνε με ν’ ακτινοβολήσω.) Τελικά βιώνοντας όλων των ειδών τις παραφορές, προσωπικές - με τη μορφή δύο μοιραίων γυναικών- και κοινωνικές –με την ένταξή του δικτυακό εμπορικό πλοκάμι-, θα αποτρελαθεί, θα χάσει δηλαδή τελείως τον εαυτό του ή θα τον ξαναβρεί στην πλήρη αποδόμησή του. (Ας σημειωθεί ότι το τέλος της ιστορίας δέχεται πολλές αναγνώσεις)

   Το έργο βέβαια, όπως η πραγματική Λογοτεχνία απαιτεί, εστιάζοντας στον ήρωα τον ξεπερνά, και περιγράφει το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, όπως αυτός ορίστηκε στο απόλυτο μητροπολιτικό του κέντρο, το Μανχάταν, με ταυτόχρονες διακειμενικές αναφορές σ’ όλο το βάθος και εύρος του (αξιοσημείωτες οι αναφορές στις Ερινύες, συγγενείς προς την κεντρική έννοια της παραφοράς, fury ή furia). Η εσχατολογία είναι λοιπόν δεδομένη αν και όχι ρητή. Όπως πρέπει!

   Η παραφορά του ανθρώπου! Δηλαδή; “Και όταν οι ζωντανοί συμφωνούν με τον εαυτό τους να είναι νεκροί, τότε η σκοτεινή παραφορά παίρνει τη σκυτάλη”σ. 325, αναφέρει ο ήρωας εστιάζοντας στη μονοτονία της συζυγικής ζωής, αλλά η κατάσταση της ανυπαρξίας επικυρώνεται σ’ όλο το εύρος της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου.

   Σε τι, δηλαδή ; Στα πάντα.

·         Στο σεξ, πρώτα, όπου φαίνεται καλύτερα: το εγωιστικό, κοινωνικά ετεροκαθοριζόμενο κυνήγι της ηδονής, που φτάνει ως το πολλαπλό έγκλημα. Τα οιδιπόδεια μυστικά της παιδικής ηλικίας, που ανατρέπουν τη φυσική επαφή των δύο φύλων (σ.105:το ιδιωτικό μας μια φορά κι έναν καιρό)

·         Στο χρήμα (σ.21: Όταν τα πάντα κι οι πάντες που αγγίζεις μετατρέπονται ακαριαία σε χρυσό, όπως διδάκτηκε ο βασιλιάς Μίδας στο άλλο κλασικό πρόσεξε-τι-λαχταράς παραμύθι, καταλήγεις να μην είσαι ικανός να αγγίζεις τίποτα και κανέναν)

·         στην πολιτική εξουσία σ.56; (Ο Θατσερισμός ξεκίνησε ως αντίδραση στην κρατική υστέρηση και έδωσε την εξουσία στα χούφταλα του πλούτου),

·         στο φυλετικό μίσος, σ.129 “ Ο ταξιτζής ούρλιαξε σ’ έναν αντίπαλο μοτοσυκλετιστή:       το Ισλάμ θα καθαρίσει τους δρόμους απ’ τους άθεους γαμιόληδες ατζαμήδες οδηγούς…Αλί Μαντζού έλεγε η κάρτα. Μαντζού σημαίνει αγαπημένος. Αυτός ο συγκεκριμένος Αγαπημένος φαινόταν εικοσιπεντάρης, ίσως και μικρότερος, ήταν ένας χαριτωμένος, ωραίος νέος, ψηλόςκαι λεπτός, μ’ ένα σέξι κοκοράκι αλά Τζον Τραβόλτα, και ζούσε εδώ, στη νέα Υόρκη, και είχε σταθερή δουλειά. Γιατί λοιπόν να είναι τόσο φρικτά εξοργισμένος;)

·         στο χώρο της διαφήμισης, στον οποίο αφιερώνεται ένα καταπληκτικό δισέλιδο: σσ.74-75: “παλιά στη δεκαετία του 1970 … το να δουλεύεις στη διαφήμιση ήταν πράγμα επαίσχυντο…τώρα … οι πάντες, όπως και τα πάντα, ήταν για πούλημα. Οι διαφημίσεις είχαν γίνει κολοσσοί, σκαρφαλώνοντας όπως ο Κινγκ -Κονγκ στους τοίχους των οικοδομημάτων…. Όχι μόνο πρόβαλαν το όνειρο μιας ιδεωδώς όμορφης Αμερικής, όπου όλες οι γυναίκες ήταν μπεμπέκες και όλοι οι άνδρες Μάρκοι, αλλά αφού έκαναν τη βασική δουλειά τους… , πέρα από το χορό του χρήματος και το νέο βόμβο των www-τελεία-com, οι διαφημίσεις απάλυναν τον πόνο της Αμερικής,… τον πόνο της επιτυχίας κι εκείνον της αποτυχίας,.. την αγωνία της μοναξιάς και της άγνοιας, το έντονο βάσανο της ζωής στις πόλεις και τον μουντό, τρελό πόνο των άδειων κάμπων, το άλγος του να θέλεις δίχως να ξέρεις τι θέλεις…Σου έδειχνε το δρόμο. Δεν ήταν μέρος του προβλήματος. Πρόσφερε λύσεις.”

·         στην κουλτούρα (σ.57: Η βιομηχανία της κουλτούρας έμελε να αντικαταστήσει αυτή των ιδεών)

·         στην τέχνη ( σ.339: Οι συνδετικοί κρίκοι ήταν ηλεκτρονικοί τώρα και όχι αφηγηματικοί. Τα πάντα υπήρχαν ταυτοχρόνως. Αυτό ήταν ένας πιστός καθρέπτης της θείας εμπειρίας του χρόνου! )

·         στην επιστήμη ( σ.76: Το να είσαι μορφωμένος ενοχλούσε τον κόσμο, ενώ η επισημότητα ήταν ένας τρόπος να μειώνεται το κύρος σου. Ήταν η χώρα των υποκοριστικών.)

·         στην απώλεια και στη μοναξιά( σ.167: Αυτή η μητρόπολη … όπου οι άνθρωποι ζούσαν τόσο στιλβωμένες ζωές ώστε οι σπουδαίες τραχιές αλήθειες της ωμής ύπαρξης είχαν τριφθεί και λειανθεί και χαθεί… αυτή η πόλη που ο θρυλικός ηλεκτρισμός της τροφοδοτούσε ηλεκτροφόρους φράχτες που εγείρονταν ανάμεσα σε άνθρωπο και άνθρωπο, ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα;)( σ. 213: ο χρυσούς αιών της ανθρωπότητας και η per se ανασφάλεια)

·         Καταπληκτικό το κεφάλαιο 12, σ.294, μια εν είδει επιστημονικής φαντασίας συρραφή του πραγματικού με το μυθοπλαστικό! Ο αξεπέραστος παραμυθάς Σαλμάν Ρουσντί!



Δώρα Μπαγανά, φιλόλογος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

ΣΙΡΙΣ - SIRIS Copyright © 2008 Black Brown Art Template by Ipiet's Blogger Template