Η τέχνη στην υπηρεσία της δανεικής μακαριότητας, Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ

0 σχόλια
Εδώ και μια δεκαετία, ίσως και παραπάνω, αρνιόμουν σταθερά να παρακολουθήσω τις νέες εκδόσεις της λογοτεχνικής μας παραγωγής, πράγμα που μου προκαλούσε έκπληξη, μιας και η λογοτεχνία παραμένει η πρώτη αγάπη. Το απέδιδα στην ενηλικίωση, την απομυθοποίηση. Βέβαια θα μπορούσα να ισχυριστώ και ακριβώς το αντίθετο. 
Την απάντηση μου την έδωσε ένα πρόσφατο (24-04-2010) άρθρο στο περίφημο Βιβλιοδρόμιο των Νέων του Δημ. Κούρτοβικ. Θεωρώ ότι πρόκειται για μια πολύ πετυχημένη επιτομή της κατάστασης και δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να μοιραστώ κομμάτια του:
" ...Υπάρχει η κουλτούρα ως συλλογικό ύφος ζωής και η κουλτούρα ως ατομική, συνειδητή δημιουργία. Η δεύτερη μπορεί ν΄ αντιστέκεται στην πρώτη, να την αμφισβητεί, να την απορρίπτει. Σ΄ εμάς, υποτάχτηκε πρόθυμα σ΄ εκείνη, παρέχοντάς της αισθητική και ιδεολογική νομιμοποίηση.
Το πρώτο και βασικότερο γνώρισμα αυτής της συνειδητά υπηρετικής έντεχνης κουλτούρας ήταν η κατάργηση της μνήμης. Αρχής γενομένης από τη λογοτεχνική «πρωτοπορία» της δεκαετίας του 1980, οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σ΄ αυτά τα έργα δεν έχουν ιστορία, δεν έχουν ψυχικές και πολιτισμικές καταβολές, το πολύ πολύ να έχουν επιλεκτικές επιρροές από κάποια διαβάσματα, ακούσματα ή θεάματα. Ζουν σ΄ ένα συνεχές παρόν. Η μνήμη γι΄ αυτούς δεν υπάρχει παρά μονάχα ως ψευδαίσθηση και ψύχωση των «κολλημένων». Το υποτιθέμενο ιστορικό παρελθόν είναι ένα συνονθύλευμα από αφηγήσεις, ανάμεσα στις οποίες μπορεί κανείς να σερφάρει όπως στο διαδίκτυο και τις οποίες μπορεί ν΄ αλλάξει ανακατεύοντας υλικά ακόμα και από διαφορετικές εποχές, για να πετύχει διασκεδαστικά αποτελέσματα. Αφού δεν υπάρχει παρελθόν, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε μέλλον. Όλα θα συνεχίσουν όπως είναι τώρα, σε μια ζωή χωρίς κατεύθυνση (μιας και δεν υπάρχει χρονική προοπτική), μια ζωή λιγάκι πληκτική, τι να κάνουμε, καρυκευμένη όμως με μπόλικες μικροαπολαύσεις καταναλωτικού χαρακτήρα...
Αυτό δεν μπορούσαν όμως να το πούνε ανοιχτά, γιατί, όλα κι όλα, δεν ήθελαν να φαίνονται χαζοχαρούμενοι. Δεν ήθελαν ούτε να φαίνονται πολύ κυνικοί, όχι επειδή δεν ήταν (δύσκολο να μην είσαι κυνικός, όταν υιοθετείς μια τέτοια αντίληψη για τη ζωή σου και τον κόσμο) αλλά επειδή το έβρισκαν κάπως αντιαισθητικό, στην ειλικρινή έκφρασή του. ΄Ετσι, επινόησαν κάτι που έγινε ένα δεύτερο γνώρισμα αυτής της τέχνης: τον (δήθεν) αυτοσαρκασμό. Ο αυτοσαρκασμός με εισαγωγικά είναι μια απενοχοποιητικά ενοχοποιητική χειρονομία. Στην πραγματικότητα, αυτό που λέει ο «αυτοσαρκαζόμενος» είναι: ναι, είμαι κάλπικος και αναίσθητος, αλλά αυτό είμαστε όλοι, εγώ έχω τουλάχιστον το θάρρος να το παραδέχομαι και την ικανότητα να το κάνω θέμα της τέχνης μου με τρόπο που να σας διασκεδάζει...
...σχετίζεται άμεσα ένα τρίτο χαρακτηριστικό τους: το σύνδρομο του Πίτερ Παν. Δεν μεγαλώνουν ποτέ. Μένουν καθηλωμένοι στην εφηβεία ακόμα και αν έχουν σαρανταρίσει ή πενηνταρίσει. Εφηβεία εδώ δεν σημαίνει φρεσκάδα κι ευαισθησία της ψυχής (αφού δεν έχουν ψυχή) αλλά απουσία ευθυνών, βιοποριστικών αγωνιών, επαγγελματικών υποχρεώσεων, μποέμικη ανεμελιά. Είναι ανεπάγγελτοι ή ασκούν επαγγέλματα που θυμίζουν πιο πολύ χόμπι είτε πλουσίων είτε καλλιτεχνών. Είναι προστατευμένοι ακόμα και αν ζουν μόνοι. Ιδανικό τους είναι η απεριόριστη καταναλωτική δύναμη. Αν δεν την έχουν κληρονομήσει από τους μπαμπάδες τους, τη ζηλεύουν αλληθωρίζοντας με λαχτάρα προς τα βόρεια προάστια, ...
Καθόλου παράξενα, η απορία για τον κόσμο είναι εντελώς ξένη γι΄ αυτή την τέχνη. Η δικαιολογία που επικαλείται, και που είναι εγγεγραμμένη στο πιστεύω της, είναι ότι σήμερα όλα έχουν ειπωθεί και δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο που θα μπορούσε να εκφράσει ο λόγος. Αυτό ακούγεται πολύ αστείο, αν σκεφτεί κανείς ότι το ίδιο ακριβώς υποστήριζε ο Ρωμαίος ποιητής Τερέντιος πριν από σχεδόν 2.200 χρόνια. Εδώ όμως η θέση αυτή έχει ειδική σημασία. Υπαινίσσεται ότι, αφού έχουμε φτάσει στο τέλος της λεγόμενης Ιστορίας και ο χρόνος δεν παράγει πια τίποτα καινοφανές, το μόνο που μας μένει να κάνουμε είναι να επαναδιατυπώνουμε το ήδη διατυπωμένο με ολοένα πιο περίτεχνους τρόπους. Υπάρχουν πράγματι περίτεχνα, μερικές φορές ιδιοφυή έργα που εκκινούν από αυτή την ιδέα ...
Φτάνουμε έτσι, λογικότατα, στο εμφανέστερο και πιο διάχυτο γνώρισμα αυτής της τέχνης: την εξαφάνιση του δημόσιου χώρου και την υπερδιόγκωση του ιδιωτικού. Επειδή μερικοί θα πουν ότι ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα έχει γίνει έτσι κι αλλιώς ανυπόληπτος, ας τους θυμίσουμε ότι η τέχνη, ειδικά η λογοτεχνία, δεν απεικονίζει απλώς το αντικείμενό της αλλά το δημιουργεί. Όπως μια τέχνη όπου ο άνθρωπος έχει μόνο δημόσια διάσταση είναι μια τέχνη ρηχή, στεγνή, συρρικνωμένη σ΄ αυτό που η ιδεολογία ή η επικαιρότητα κάνει να φαίνεται πρωτεύον, έτσι και μια τέχνη που περιορίζει το οπτικό πεδίο της στο ιδιωτικό εμπνέεται από την πελώρια και παιδαριώδη ψευδαίσθηση ενός κλειστού, στεγανοποιημένου σύμπαντος όπου το μόνο που έχει σημασία είναι οι επιθυμίες του ατόμου. Βλέπουμε ν΄ αντανακλάται κι εδώ η χαρακτηριστική ψυχολογία του σύγχρονου, βουλιμικού καταναλωτή.
Φυσικά, τα έργα αυτού του τύπου δεν παρουσιάζονται ως προπαγάνδα του καταναλωτισμού. Συνήθως οι δημιουργοί τους φενακίζουν τους εαυτούς τους και το κοινό τους με ιστορίες όπου ο κεντρικός ήρωας «αναζητεί τον εαυτό του». Η αναζήτηση αυτή όμως δεν οδηγεί ποτέ σε μια εσωτερική αποκάλυψη και πολύ περισσότερο σε μια αλλαγή στάσης. Είναι μια διαδρομή μέσα από έναν πλουμιστό κόσμο γεμάτο αισθησιακές προκλήσεις, στις οποίες ο πρωταγωνιστής ενδίδει λίγο πολύ πρόθυμα (θέλοντας να γνωρίσει, υποτίθεται, κρυφές πλευρές του εαυτού του), για να φτάσει στο τέρμα έχοντας καταναλώσει κάθε είδους εμπειρίες, αλλά με αμετάβλητη την ιδέα του για το ποιος είναι. Στην ειδική, αλλά και πιο δημοφιλή περίπτωση της ροζ λογοτεχνίας η ηρωίδα περνάει, αντίστοιχα, μια δοκιμασία που καταλήγει στην πλήρη επιβεβαίωσή της, με την ικανοποίηση των σταθερών, γνωστών εξαρχής επιθυμιών της (ποθητή, ευκατάστατη και άεργη στο πλευρό ενός πετυχημένου άνδρα).
 ....Και το λέω αυτό με τόσο περισσότερη σιγουριά όσο πολλαπλασιάζονται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια έντεχνα έργα με τελείως διαφορετικό πνεύμα, έργα νέων και νεότερων δημιουργών, που ενεργοποιούν ξανά το ιστορικό υπόβαθρο, επαναδιεκδικούν τον δημόσιο χώρο, θέτουν ηθικά αιτήματα ή διλήμματα (ευτυχώς χωρίς ίχνος ηθικολογικής έπαρσης). ...

Τα βραβεία του περιοδικού Διαβάζω για το 2010

0 σχόλια
Βραβείο Ποίησης: Διακοπές στην πραγματικότητα: Ποιήματα, σχεδιάσματα, μεταγραφές, Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Πατάκη. Το βραβείο απένειμε ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης.

Βραβείο Διηγήματος - Νουβέλας: Ο θησαυρός των αηδονιών και άλλα διηγήματα, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το βραβείο απένειμε ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας.

Βραβείο Μυθιστορήματος: Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή, Βασίλης Γκουρογιάννης, εκδόσεις Μεταίχμιο Το βραβείο απένειμε ο θεατρικός συγγραφέας Κώστας Μουρσελάς. 

Βραβείο Λογοτεχνικού Δοκιμίου - Μελέτης: Ένας χωρικός στη Νέα Υόρκη, Γιάννης Κιουρτσάκης, εκδόσεις Ίνδικτος. Το βραβείο απένειμε ο ποιητής και βιβλιογράφος Δημήτρης Δασκαλόπουλος.

Βραβείο Εικονογραφημένου Παιδικού Βιβλίου: - Η σκυλίσια ζωή του γάτου Τζον Αφεντούλη, Χρήστος Μπουλώτης (κείμενο), Φωτεινή Στεφανίδη (εικονογράφηση), εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Το βραβείο απένειμε η Κατρίν Βελισσάρη, διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.

Βραβείο Λογοτεχνικού Βιβλίου για μεγάλα παιδιά: Στη διαπασών, Βασίλης Παπαθεοδώρου, εκδόσεις Καστανιώτη. Το βραβείο απένειμε η Διαμάντη Αναγνωστοπούλου, Καθηγήτρια στο Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και πρόεδρος της επιτροπής που έκρινε τα παιδικά βιβλία.

Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα, προς τιμή του Ηρακλή Παπαλέξη: Ο ήχος του ακάλυπτου: Έξι κοινόχρηστες ιστορίες, Κάλλια Παπαδάκη, εκδόσεις Πόλις (διήγημα). Το βραβείο απένειμε η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά.
 

ΣΙΡΙΣ - SIRIS Copyright © 2008 Black Brown Art Template by Ipiet's Blogger Template