Το 2013 θα γιορτάσουμε τα 100χρονα από την ένωση των Νέων Χωρών με τη μητέρα Ελλάδα. Προτείνουμε λοιπόν ένα ταξίδι στην ιδιαιτερότητα της ιστορίας της περιοχής μας μέσα από τη ματιά της λογοτεχνίας. Περιμένοντας προτάσεις, κάνουμε την αρχή με την επόμενη παρουσίαση.
“Μαύρος Μακεδών” του Θανάση Σκρουμπέλου εκδόσεις Τόπος ,2010
(Ανάρτηση στο ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ από Πατριάρχης Φώτιος, http://vivliocafe.blogspot.com/2011/05/blog-post_20.html)
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, επειδή θεμελίωσαν λίγο πολύ τον σύγχρονο χάρτη στη Χερσόνησο του Αίμου, ήταν και είναι κομβικό σημείο ανάδειξης των σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών λαών. Οι τόποι οι οποίοι βρίσκονται σε μεταιχμιακά σημεία ή κατοικούνται από πολλούς λαούς είναι πρόσφοροι χώροι για μυθιστορήματα που θέλγονται απ’ αυτήν την ανάμιξη φυλών και επιζητούν να αξιοποιήσουν την πανσπερμία για να γεννήσουν –ειδικά στη μεταμοντέρνα εποχή της υβριδικότητας- πλοκές όπου ο διπλής καταγωγής άνθρωπος αποτελεί κομβικό σημείο της δράσης. Η Θράκη του Γ. Βιζυηνού γέννησε τον Μοσκώβ Σελήμ, η Κρήτη της Ρ. Γαλανάκη τον Ισμαήλ Φερίκ πασά και η Μακεδονία του Θ. Σκρουμπέλου τον Σελήμ.
Ωστόσο θα ήθελα να εντοπίσω μια αναντιστοιχία μεταξύ της μορφής και του περιεχομένου, μεταξύ της πολυεστιακής αφήγησης και της ιδεολογίας που απορρέει. Αν η πολυφωνία αποσκοπεί στην ουδετερότητα και στην επιμέρους εξήγηση της οπτικής γωνίας του καθενός, αν δηλαδή οι τρεις προοπτικές (ελληνική, τουρκική και βουλγαρική) θέτουν μπροστά στον αναγνώστη τα προβλήματα και τους στόχους της καθεμιάς, τότε πώς αυτό δεν εκφράζεται και στο δίκιο που τελικά κατανέμεται στην καθεμία; Από τη μία, ο Τούρκος Σελήμ είναι μισός Έλληνας, ο οποίος μάλιστα έχει ελληνική συνείδηση, και επομένως η αναλογία είναι 1,5/3 Ελλάδα, 0,5/3 Τουρκία και 1/3 Βουλγαρία. Από την άλλη, ο Βούλγαρος βιώνει το δίλημμα ανάμεσα στην ιδιωτική συμπάθεια και το εθνικό συμφέρον, που τον κάνει να προδώσει φίλους και πρώην γείτονες ή ευεργέτες και ο Σελήμ μοιράζεται ανάμεσα στην πατρική μουσουλμανική-του συνείδηση και την ελληνική-του ψυχή, ενώ μόνο ο Έλληνας Μανολιός είναι σταθερός σε μια συγκεκριμένη αταλάντευτη θέση πατριωτισμού, η οποία σκιάζεται εν μέρει από τον έμμισθο σκοπό για τον οποίο ανέβηκε στη Μακεδονία από την Κρήτη.
“Μαύρος Μακεδών” του Θανάση Σκρουμπέλου εκδόσεις Τόπος ,2010
(Ανάρτηση στο ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ από Πατριάρχης Φώτιος, http://vivliocafe.blogspot.com/2011/05/blog-post_20.html)
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, επειδή θεμελίωσαν λίγο πολύ τον σύγχρονο χάρτη στη Χερσόνησο του Αίμου, ήταν και είναι κομβικό σημείο ανάδειξης των σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών λαών. Οι τόποι οι οποίοι βρίσκονται σε μεταιχμιακά σημεία ή κατοικούνται από πολλούς λαούς είναι πρόσφοροι χώροι για μυθιστορήματα που θέλγονται απ’ αυτήν την ανάμιξη φυλών και επιζητούν να αξιοποιήσουν την πανσπερμία για να γεννήσουν –ειδικά στη μεταμοντέρνα εποχή της υβριδικότητας- πλοκές όπου ο διπλής καταγωγής άνθρωπος αποτελεί κομβικό σημείο της δράσης. Η Θράκη του Γ. Βιζυηνού γέννησε τον Μοσκώβ Σελήμ, η Κρήτη της Ρ. Γαλανάκη τον Ισμαήλ Φερίκ πασά και η Μακεδονία του Θ. Σκρουμπέλου τον Σελήμ.
Όπως στο Βίσιεγκραντ του Ίβο Άντριτς (“Το γεφύρι του Δρίνου”) συμβιώνουν πριν από τις μεταξύ-τους συγκρούσεις ποικίλοι λαοί και θρησκείες των Βαλκανίων, όπως στη Μακεδονία του Δ. Κούρτοβικ(“Τι ζητούν οι βάρβαροι;”) την εποχή των Βαλκανικών πολέμων οι σχέσεις των όμορων λαών δοκιμάζονται, έτσι και στο Μοναστήρι της ίδιας εποχής ο Σκρουμπέλος δημιουργεί μια πολυφωνία οπτικών γωνιών, διαφορετικής εθνικής προέλευσης, για να πλαγιοκοπήσει ζητήματα εθνισμού και εθνικισμού, προσωπικών και συλλογικών συμφερόντων, μεγαλοϊδεατισμού και υπόγειας διπλωματίας. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι είναι εντέλει πολύ πρόσφορος χρόνος για να ανατάμουμε τη σύγχρονη βαλκανική πραγματικότητα (δες αντίστοιχα το μυθιστόρημα της Χουζούρη “Σκοτεινός Βαρδάρης” και το έργο της Κακούρη “Ξιφίρ φαλέρ”).
Ο Σελήμ είναι ο διγενής που γεννήθηκε από τούρκο πατέρα και κρητικιά μάνα, μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια αλλά είχε ελληνική συνείδηση, ήταν μαύρος αλλά πίστευε στο ελληνικό-του αίμα. Από την άλλη είναι ο Μανολιός, που φεύγει από την Κρήτη προκειμένου να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, και ο Στόγιαν, που οραματίζεται τη Μεγάλη Βουλγαρία από τον Εύξεινο πόντο μέχρι το Μοναστήρι και από τον Δούναβη ώς το Αιγαίο. Είναι εκπρόσωποι αντίστοιχα του Μεγάλου Ασθενούς, δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και δύο ανερχόμενων χωρών, της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, οι οποίες στις αρχές του 20ού αιώνα προσπαθούν να εκμεταλλευθούν τη παρακμή της Υψηλής Πύλης για να επεκτείνουν τα εδάφη-τους.
Η πολυφωνία του βιβλίου είναι έντονη. Ο καθένας μέσα από τη δική-του αφήγηση εκφράζει τα όνειρα όχι τόσο του εαυτού-του όσο του έθνους-του στην αρχή της ύπαρξής-του. Οι Οθωμανοί που θέλουν να γίνουν Τούρκοι, οι Έλληνες που θέλουν να ξανακτίσουν το παλαιό μεγαλείο με βασικό όχημα την ιστορία και την αίγλη-της και τέλος οι Βούλγαροι που ονειρεύονται τη μεγάλη πατρίδα.
Η σημειολογία του μυθιστορήματος ξεκινά ήδη από τον τίτλο, συνεπικουρούμενο κι από τη φωτογραφία του μαύρου παιδιού ντυμένου στη μακεδονική τοπική φορεσιά, όμοια μ’ αυτή που θυμόμαστε να φορά ο Παύλος Μελάς. Ο Ρ. Μπαρτ για μια ανάλογη φωτογραφία ενός έγχρωμου μικρού Γάλλου, ντυμένου στρατιωτικά, που χαιρετά τη γαλλική σημαία είχε επισημάνει τη βαθύτερη σημασία στην έννοια της γαλλοσύνης που περιλαμβάνει όλα-της τα παιδιά, λευκά και μαύρα. Με την ίδια λογική, αν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ξανθός, ο σύγχρονος Σελήμ είναι μελαμψός αλλά θαυμάζει τον πρόγονό-του και συνειδησιακά είναι το ίδιο Μακεδόνας μ’ αυτόν. Η “μακεδονοσύνη” δεν είναι γνώρισμα του αίματος ούτε του γενέθλιου τόπου αλλά της βαθιάς αίσθησης της πατρίδας, που ενέχει την ιστορία, τη γλώσσα, την κουλτούρα και πάνω απ’ όλα την αντίστοιχη ιδεολογία.
Η σημειολογία του μυθιστορήματος ξεκινά ήδη από τον τίτλο, συνεπικουρούμενο κι από τη φωτογραφία του μαύρου παιδιού ντυμένου στη μακεδονική τοπική φορεσιά, όμοια μ’ αυτή που θυμόμαστε να φορά ο Παύλος Μελάς. Ο Ρ. Μπαρτ για μια ανάλογη φωτογραφία ενός έγχρωμου μικρού Γάλλου, ντυμένου στρατιωτικά, που χαιρετά τη γαλλική σημαία είχε επισημάνει τη βαθύτερη σημασία στην έννοια της γαλλοσύνης που περιλαμβάνει όλα-της τα παιδιά, λευκά και μαύρα. Με την ίδια λογική, αν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ξανθός, ο σύγχρονος Σελήμ είναι μελαμψός αλλά θαυμάζει τον πρόγονό-του και συνειδησιακά είναι το ίδιο Μακεδόνας μ’ αυτόν. Η “μακεδονοσύνη” δεν είναι γνώρισμα του αίματος ούτε του γενέθλιου τόπου αλλά της βαθιάς αίσθησης της πατρίδας, που ενέχει την ιστορία, τη γλώσσα, την κουλτούρα και πάνω απ’ όλα την αντίστοιχη ιδεολογία.
Βασικό πλεονέκτημα του μυθιστορήματος είναι η ατμόσφαιρα που δημιουργεί στηριγμένη σε ρεαλιστικά στοιχεία και σε ενδελεχείς λεπτομέρειες που αποτυπώνουν με πλήρη αληθοφάνεια την εποχή. Κι ενώ αυτό συμβαίνει και σε άλλα ιστορικά μυθιστορήματα, ο Σκρουμπέλος καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να μεταπηδά μέσα στο κείμενο και να νιώθει κομμάτι της ιστορίας, σαν να τα βλέπει μπροστά-του παραστατικά και ζωντανά σαν σε θέατρο.
Ωστόσο θα ήθελα να εντοπίσω μια αναντιστοιχία μεταξύ της μορφής και του περιεχομένου, μεταξύ της πολυεστιακής αφήγησης και της ιδεολογίας που απορρέει. Αν η πολυφωνία αποσκοπεί στην ουδετερότητα και στην επιμέρους εξήγηση της οπτικής γωνίας του καθενός, αν δηλαδή οι τρεις προοπτικές (ελληνική, τουρκική και βουλγαρική) θέτουν μπροστά στον αναγνώστη τα προβλήματα και τους στόχους της καθεμιάς, τότε πώς αυτό δεν εκφράζεται και στο δίκιο που τελικά κατανέμεται στην καθεμία; Από τη μία, ο Τούρκος Σελήμ είναι μισός Έλληνας, ο οποίος μάλιστα έχει ελληνική συνείδηση, και επομένως η αναλογία είναι 1,5/3 Ελλάδα, 0,5/3 Τουρκία και 1/3 Βουλγαρία. Από την άλλη, ο Βούλγαρος βιώνει το δίλημμα ανάμεσα στην ιδιωτική συμπάθεια και το εθνικό συμφέρον, που τον κάνει να προδώσει φίλους και πρώην γείτονες ή ευεργέτες και ο Σελήμ μοιράζεται ανάμεσα στην πατρική μουσουλμανική-του συνείδηση και την ελληνική-του ψυχή, ενώ μόνο ο Έλληνας Μανολιός είναι σταθερός σε μια συγκεκριμένη αταλάντευτη θέση πατριωτισμού, η οποία σκιάζεται εν μέρει από τον έμμισθο σκοπό για τον οποίο ανέβηκε στη Μακεδονία από την Κρήτη.
Εντέλει ο Σκρουμπέλος έγραψε ένα βιβλίο που ξαναβαφτίζει την ιστορία με τα σύγχρονα μεταμοντέρνα οράματα, αλλά δεν αποκόπτεται από την παράδοση και την εθνική συνείδηση. Αισθητικά είναι ένα έργο ολκής και, παρόλο που ιδεολογικά έχει ακόμα άγκυρες που το δεσμεύουν, διαβάζεται με την αίσθηση μιας δουλειάς που ξέρει να κοιτάζει με σεβασμό τον αναγνώστη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου